ἐπικρατέουσιν

ἐπικρατέουσιν
ἐπικρατέω
rule over
pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)
ἐπικρατέω
rule over
pres ind act 3rd pl (epic doric ionic)
ἐπικρατέω
rule over
pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)
ἐπικρατέω
rule over
pres ind act 3rd pl (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”